Ατσαγιόλι — (Acciqiuoli). Διάσημη φλωρεντινή οικογένεια εμπόρων και τραπεζιτών. Άκμασε κυρίως τον 14o 15o αι., και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ελλάδας κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας (τελευταίοι ηγεμόνες του δουκάτου των Αθηνών). 1. Νικόλαος.… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βοστίτσα — Ονομασία του Αιγίου στα χρόνια του Μεσαίωνα και της τουρκοκρατίας. Το Αίγιο, που τον Μεσαίωνα μετονομάστηκε σε Β., κυριεύτηκε το 1205 από τους Γάλλους Γουλιέλμο Σαμπλίτ και Γοδεφρίδο Βιλαρδουίνο. Ο δεύτερος όρισε τη Β. ως μία από τις δώδεκα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
νήριο — το (Α νήριον) βλ. νέριο … Dictionary of Greek
ονοθήρας — ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α) το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα] … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Κιάρα Ατσαγιόλι — (15oς αι.). Δούκισσα της Αθήνας. Ήταν σύζυγος του Νέριο Ατσαγιόλι, μετά τον θάνατο του οποίου (1451) αναγνωρίστηκε ως κυρία του δουκάτου της Αθήνας, με την έγκριση του σουλτάνου Μωάμεθ B’. Στην Αθήνα, η Κ. γνώρισε τον Ενετό ευπατρίδη Μπαρτολομέο… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek